θελξίθεος

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

German (Pape)

[Seite 1193] Gott besänftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξίθεος: -ον, τὸν Θεὸν καταπραΰνων, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, μεταγεν.

Greek Monolingual

θελξίθεος, -ον (Μ)
(για την Παναγία) αυτή που εξιλεώνει τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -θεος (< θεός), πρβλ. άθεος, ημίθεος].