θελξίθεος

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

German (Pape)

[Seite 1193] Gott besänftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξίθεος: -ον, τὸν Θεὸν καταπραΰνων, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, μεταγεν.

Greek Monolingual

θελξίθεος, -ον (Μ)
(για την Παναγία) αυτή που εξιλεώνει τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -θεος (< θεός), πρβλ. άθεος, ημίθεος].