θεοεχθία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
German (Pape)
[Seite 1195] oder nach den Schol. θεοεχθρία, das Gottverhaßtsein, Luc. Lexiph. 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
inimitié des dieux.
Étymologie: θεός, ἔχθος.
Russian (Dvoretsky)
θεοεχθία: или θεοεχθρία ἡ вражда к богам Luc.