θερμοβότανο
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
το
βοτ. κοινή ονομασία του είδους erythrea centaurium του γένους ερυθραία, αλλ. θερμόχορτο και πυρετόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + βότανο].