θερμοβότανο

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

το
βοτ. κοινή ονομασία του είδους erythrea centaurium του γένους ερυθραία, αλλ. θερμόχορτο και πυρετόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + βότανο].