θερμολογώ

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

1. θερμίζω
2. μέσ. θερμολογιέμαι
υποφέρω από ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + -λογώ «μαζεύω» < -λόγος (πρβλ. βλαστολογώ)].