θερμολογώ
From LSJ
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
1. θερμίζω
2. μέσ. θερμολογιέμαι
υποφέρω από ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + -λογώ «μαζεύω» < -λόγος (πρβλ. βλαστολογώ)].