θερμούτσικος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
-η, -ο (Μ θερμούτσικος και θερμούτζικος, -η, -ον)
νεοελλ.
κάπως θερμός, υπόθερμος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμούτσικον ἡ θερμούτζικον
ζεστό νερό ή ζεστό ποτό.