θεσμοφυλάκιον
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
v. θεσμοφύλαξ.
Greek Monolingual
θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) θεσμοφύλαξ
το γραφείο τών θεσμοφυλάκων.
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: θεσμοφυλάκιον | Medium diacritics: θεσμοφυλάκιον | Low diacritics: θεσμοφυλάκιον | Capitals: ΘΕΣΜΟΦΥΛΑΚΙΟΝ |
Transliteration A: thesmophylákion | Transliteration B: thesmophylakion | Transliteration C: thesmofylakion | Beta Code: qesmofula/kion |
v. θεσμοφύλαξ.
θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) θεσμοφύλαξ
το γραφείο τών θεσμοφυλάκων.