δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 1214] εσσα, εν, = θολερός, Opp. Hal. 3, 164, l. d.
θολόεις, -εσσα, -εν (Α)θολερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. ομφαλόεις, υαλόεις)].