θρανεύομαι
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
Pass. with fut. Med. -εύσομαι, (θρᾶνος) to be stretched on the tanner's board, tanned, Ar.Eq.369; also, to be crushed, Hsch., Phot.
Greek Monotonic
θρᾱνεύομαι: Παθ. με Μέσ. μέλ. -εύσομαι· (θρᾶνος)· εκτείνομαι, τεντώνομαι πάνω στη σανίδα του βυρσοδεψείου, είμαι κατειργασμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θρᾱνεύομαι, θρᾶνος
to be stretched on the tanner's board, to be tanned, Ar.