θυμοσοφία

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η θυμόσοφος
η ιδιότητα και το γνώρισμα του θυμόσοφου, το να θυμοσοφεί κάποιος, το να έχει μια πρακτική φιλοσοφία, η στωικότητα.