θωπικός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
θωπική, θωπικόν, (θώψ) = θωπευτικός, Id.Lys.1037, Max.Tyr. 9.7. Adv. θωπικῶς Suid.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωπευτικός, Ar. Lys. 1037; Adv., Suid.
Russian (Dvoretsky)
θωπικός: Arph. = θωπευτικός.
Greek (Liddell-Scott)
θωπικός: -ή, -όν, (θώψ) = θωπευτικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
θωπικός, -ή, -όν (Α) θωψ
θωπευτικός. Επίρ. θωπικῶς (Α)
θωπευτικώς.