Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, -ορος, ό (Α)γιατρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ)].