ιάτωρ

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484

Greek Monolingual

ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, -ορος, ό (Α)
γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ)].