ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἱεραύλης, ὁ (Α)αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -αύλης (< αυλώ, -έω) < αυλός), πρβλ. χοραύλης].