ιθύρροπος

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ἰθύρροπος, -ον (Α)
αυτός που κρέμεται κάθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερόρροπος, ισόρροπος].