ιοβαφής
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
-ές (Α ἰοβαφής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκοβαφής, χρυσοβαφής]·