ιόχρους
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
-ου και -οος, -οον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, μενεξεδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. υαλόχρους, χιονόχρους].