ἰοβαφής
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἰοβαφές, violetcoloured, Democr.Eph.1; of water, Ath.2.42e.
German (Pape)
[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; καὶ πορφυρᾶ ἱμάτια Democr. bei Ath. XII, 525 c; auch vom Meere, II, 42 c.
Russian (Dvoretsky)
ἰοβᾰφής: фиолетовый, лиловый (ἱμάτια Democr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβᾰφής: -ές, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ἐπὶ ὕδατος, Ἀθήν. 42Ε· ― ἰοβάφῐνος, ον, ἐν Νικήτ. Χρον. 9. 12.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰοβαφής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκοβαφής, χρυσοβαφής]·