Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].