ιπποκρατία
From LSJ
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
Greek Monolingual
ιπποκρατία, ἡ (Α)
επικράτηση του ιππικού, νίκη του ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημοκρατία, λαοκρατία].