ιπώ

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

ἰπῶ, -όω (Α) ίπος
1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω
2. παθ. ἰποῦμαι, -όομαι
πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες της Αίτνας, Αισχύλ.).