ισάζω
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω)
βλ. σιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση του ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση του προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι- (πρβλ. (ἡ)γούμενος, (ὑ)βρίζω, (ὑ)ψηλός κ.ά.].