ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἰσχυρόδετος, -ον (Α)
δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτόδετος, λινόδετος].