ισόδοξος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

ἰσόδοξος, -ον (Α)
(γλωσσ. του ισοκλεής) ίσος κατά τη δόξα.
επίρρ...
ἰσοδόξως (Α)
με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθόδοξος, φιλόδοξος].