ιψενικό

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

-ή, -ό Ίψεν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νορβηγό συγγραφέα Ίψεν («ιψενικό δράμα»)
2. φρ. «ιψενικό τρίγωνο» — το ζεύγος τών συζύγων και ο εραστής ή η ερωμένη, που είναι κοινός φίλος τους.