ιψενικό

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Ίψεν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νορβηγό συγγραφέα Ίψεν («ιψενικό δράμα»)
2. φρ. «ιψενικό τρίγωνο» — το ζεύγος τών συζύγων και ο εραστής ή η ερωμένη, που είναι κοινός φίλος τους.