ιψενικό

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Ίψεν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νορβηγό συγγραφέα Ίψεν («ιψενικό δράμα»)
2. φρ. «ιψενικό τρίγωνο» — το ζεύγος τών συζύγων και ο εραστής ή η ερωμένη, που είναι κοινός φίλος τους.