ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
κάθησο: προστ. του κάθημαι· καθῆστο, γʹ ενικ. παρατ.
κάθησο: эп. 2 л. sing. imper. к κάθημαι.