Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρπωση

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415

Greek Monolingual

η (Α κάρπωσις) καρπώ
νεοελλ.
1. η λήψη ή η χρήση του καρπού
2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομή
αρχ.
1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῖς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)
2. η προσφορά καρπών.