κίσσησις

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσησις Medium diacritics: κίσσησις Low diacritics: κίσσησις Capitals: ΚΙΣΣΗΣΙΣ
Transliteration A: kíssēsis Transliteration B: kissēsis Transliteration C: kissisis Beta Code: ki/sshsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = κίσσα ΙΙ, Gal.19.455.

Greek Monolingual

κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]
1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα
2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῦ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).