κακομετρώ
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-άω (Α κακομετρῶ, -έω) κακόμετρος
(μτβ. και αμτβ.) μετρώ εσφαλμένα, κάνω κακή, εσφαλμένη μέτρηση ή απαρίθμηση, εξαπατώ κάποιον στο μέτρημα.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
-άω (Α κακομετρῶ, -έω) κακόμετρος
(μτβ. και αμτβ.) μετρώ εσφαλμένα, κάνω κακή, εσφαλμένη μέτρηση ή απαρίθμηση, εξαπατώ κάποιον στο μέτρημα.