καλαμαριά

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η καλαμάρι
επιτραπέζιο σκεύος, δίσκος, που χρησίμευε ως βάση για ένα ή περισσότερα μελανοδοχεία.