καλοκυβερνώ

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

(Μ καλοκυβερνῶ)
νεοελλ.
παθ. καλοκυβερνοῦμαι και καλοκυβερνιέμαι
διοικούμαι καλά, ευνομούμαι
μσν.
προστατεύω κάποιον, τον ενισχύω οικονομικά.