καλοσυνεύω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

καλοσυνεύω και καλοσυνεύγω) καλοσύνη
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνεμένος, -η, -ο(ν)
πρόσχαρος, ευχάριστος
(νεοελλ.-μσν.)
1. καθησυχάζω, κάνω κάποιον να γαληνέψει
2. (απρόσ. για τον καιρό) καλοσυνεύει
γίνεται αιθρία, βελτιώνεται ο καιρός.