καλοσυνεύω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
(Μ καλοσυνεύω και καλοσυνεύγω) καλοσύνη
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνεμένος, -η, -ο(ν)
πρόσχαρος, ευχάριστος
(νεοελλ.-μσν.)
1. καθησυχάζω, κάνω κάποιον να γαληνέψει
2. (απρόσ. για τον καιρό) καλοσυνεύει
γίνεται αιθρία, βελτιώνεται ο καιρός.