καλοτυχία

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

και καλοτυχιά, η καλότυχος
1. καλή τύχη, καλό ριζικό
2. ευτυχία, ευημερία, καλοωία.