καλοτύχισμα

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

το καλοτυχίζω
1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο
2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη
3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα
τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός.