καμαροφρύδης

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. καμαροφρύδα και καμαροφρυδούσα (Μ καμαροφρύδης) καμαροφρύδι
αυτός που έχει καμαρωτά, τοξωτά φρύδια.