καμπούρα

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

η
1. κύρτωμα της ράχης ανθρώπου ή ζώου, εξόγκωμα, ύβος («η καμπούρα της καμήλας»)
2. μτφ. κάθε κύρτωμα ή προεξοχή του εδάφους ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος («η καμπούρα του σαμαριού»)
3. η ράχη
4. φρ. α) «στην καμπούρα μου» — στη ράχη μου, εις βάρος μου, σε μένα
β) «έχει πολλά στην καμπούρα του» — βαρύνεται για πολλά παραπτώματα
γ) «στο τέλος έπεσαν όλα στην καμπούρα μου» — τελικά θεωρήθηκα υπεύθυνος για όλα ή τα φορτώθηκα όλα στη ράχη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπούρης υποχωρητικά].