κανδύλη
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
v. κανδύταλις.
German (Pape)
[Seite 1320] s. das Folgde.
Greek Monolingual
κανδύλη, ἡ (Α)
η κανδυτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του κανδυτάνη].