κανναβάριος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανναβάριος Medium diacritics: κανναβάριος Low diacritics: κανναβάριος Capitals: ΚΑΝΝΑΒΑΡΙΟΣ
Transliteration A: kannabários Transliteration B: kannabarios Transliteration C: kannavarios Beta Code: kannaba/rios

English (LSJ)

ὁ, (Lat. canabae)
A booth-keeper, stall-holder, Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus).
II = stupparius, Glossaria.

Greek Monolingual

κανναβάριος, ὁ (Α)
1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών
2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μικροπωλητής» < λατ. can(n)aba «καλύβα, παράπηγμα» + κατάλ. -άριος < λατ. -arius. Με τη σημ. «κατασκευαστής σχοινιών ή στουπιών» < κάνναβις με την ίδια κατάλ.].