καντήλα
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη)
η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών
νεοελλ.
1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί
2. φουσκάλα του δέρματος με πύο ή υγρό, που προκαλείται από κάψιμο ή άλλο δερματικό ερεθισμό
αρχ.
λαμπάδα, κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. candela < ρ. candeo «λάμπω, καίομαι»].