καπηλευτής

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, = κάπηλος?

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπηλευτής: -οῦ, ὁ, = κάπηλος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καπηλευτής) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλές ιδέες ή αισθήματα για δικό του όφελος
αρχ.
κάπηλος, ιδιοκτήτης μικρού καταστήματος.