καπνίλα

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

η
1. η οσμή του καπνού («το φαγητό μυρίζει καπνίλα»)
2. η καπνιά, η αιθάλη.