καπνίλα

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

η
1. η οσμή του καπνού («το φαγητό μυρίζει καπνίλα»)
2. η καπνιά, η αιθάλη.