καπνολογώ

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

καπνολογῶ, -έω (Μ)
(στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυολογώ, φορολογώ].