καρδάρι

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Μ καρδάρι)
δοχείο για το άρμεγμα τών ζώων, μικρή καρδάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μσν. καδ-άριον, υποκορ. του κάδος ή < λατ. quartarius (μέτρο χωρητικότητας) ή < μσν.) καλδ-άριον «θερμαντικό σκεύος» (< λατ. caldarium)].