καρκινοποίηση

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η μετατροπή σε καρκίνο, η μετατροπή ή εξαλλαγή μιας προϋπάρχουσας καλοήθους βλάβης σε καρκίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. cancerisation].