Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρυδήσιος

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

Greek Monolingual

-α, -ο
καρυδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βαπορήσιος, ελαφήσιος)].