Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρυδήσιος

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

-α, -ο
καρυδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βαπορήσιος, ελαφήσιος)].